πολαρογραφικός

πολαρογραφικός
-ή, -ό, Ν [πολαρογραφία]
1. ο σχετικός με την πολαρογραφία
2. φρ. «πολαρογραφική ανάλυση» — η πολαρογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”